πελατῶν

πελατῶν
πελάτης
one who approaches
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… …   Dictionary of Greek

  • μοτέλ — (αγγλ. motel). Όρος που προέρχεται από τη σύντμηση της φράσης motor cars hotel, καθιερωμένη διεθνώς και χρησιμοποιούμενη για τον χαρακτηρισμό των ξενοδοχείων που βρίσκονται κατά μήκος των μεγάλων σύγχρονων αυτοκινητόδρομων, παρέχοντας τη… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • βιδάνιο — το 1. τα υπολείμματα του κρασιού στα ποτήρια των πελατών μιας ταβέρνας 2. πράγμα μη γνήσιο, ψεύτικο 3. το ποσοστό του κερδηθέντος ποσού στη χαρτοπαιξία που δίνεται στη χαρτοπαικτική λέσχη (αλλ. γκανιότα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guadagno «κέρδος,… …   Dictionary of Greek

  • μηχανογράφηση — Όρος που αναφέρεται στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών για την επεξεργασία διοικητικών και οικονομικών πληροφοριών στο πλαίσιο μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού. Ειδικότερα τα πεδία εφαρμογής της μ. είναι η μισθοδοσία, οι αποθήκες, ο έλεγχος… …   Dictionary of Greek

  • ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… …   Dictionary of Greek

  • πελατεία — η, ΝΑ [πελάτης] νεοελλ. το σύνολο τών αγοραστών ή καταναλωτών καταστήματος ή επαγγελματία αρχ. (στη Ρώμη) το σύνολο τών πελατών, δηλ. τών αδυνάτων που προστατεύονταν από κάποιον ισχυρό …   Dictionary of Greek

  • πελατικός — ή, όν, Α [πελάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελάτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πελατικόν η τάξη τών πελατών …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικός — ή, ό / πιστωτικός, ή, όν, ΝΑ [πιστώ] 1. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίστωση ή αυτός που έχει χαρακτήρα πίστωσης 2. φρ. α) «πιστωτικά ιδρύματα» ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, τράπεζες ή συνεταιρισμοί που εξυπηρετούν την εξεύρεση και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”